Βαγγελίστρα

Βαγγελίστρα
η
βλ. Ευαγγελίστρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βαγγελίστρα — η προσωνύμιο της λέξης Παναγία: Παναγιά Βαγγελίστρα μου, βάλε το χέρι σου! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευαγγελιστής — ο, θηλ. ευαγγελίστρια (ΑΜ εὐαγγελιστής, θηλ. εὐαγγελίστρια) [ευαγγελίζομαι] κάθε ένας από τους συγγραφείς τών τεσσάρων ιερών Ευαγγελίων, τα οποία περιέχονται στον κανόνα τής Καινής Διαθήκης (δηλ. οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”